ανέκφραστος

ανέκφραστος
-η, -ο (AM ἀνέκφραστος, -ον)
εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος, άφατος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν εκφράστηκε από κανένα, ανομολόγητος, ανεκδήλωτος
2. εκείνος που δεν έχει έκφραση, που έχει άτονο ύφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνέκφραστος — inexpressible masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανέκφραστος — η, ο επίρρ. α 1. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος: Η χαρά μου είναι τόσο μεγάλη που καταντά ανέκφραστη. 2. αυτός που δεν έχει έκφραση, άτονος: Σ όλη τη διάρκεια της μεταξύ μας συζήτησης το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνεκφράστως — ἀνέκφραστος inexpressible adverbial ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκφραστον — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem acc sg ἀνέκφραστος inexpressible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφράστου — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφράστους — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφράστων — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεκφράστῳ — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκφραστα — ἀνέκφραστος inexpressible neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνέκφραστοι — ἀνέκφραστος inexpressible masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”