- ανέκφραστος
- -η, -ο (AM ἀνέκφραστος, -ον)εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος, άφατοςνεοελλ.1. αυτός που δεν εκφράστηκε από κανένα, ανομολόγητος, ανεκδήλωτος2. εκείνος που δεν έχει έκφραση, που έχει άτονο ύφος.
Dictionary of Greek. 2013.